Ελληνική Ιστορία 1940-49 .Ένα έθνος σε κρίση


Εγγραφείτε στο φόρουμ, είναι εύκολο και γρήγορο

Ελληνική Ιστορία 1940-49 .Ένα έθνος σε κρίση
Ελληνική Ιστορία 1940-49 .Ένα έθνος σε κρίση
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

ΣΜΗΝΑΓΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ : O Έλλην άσσος πιλότος της RAF

Πήγαινε κάτω

ΣΜΗΝΑΓΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ : O Έλλην άσσος  πιλότος  της  RAF Empty ΣΜΗΝΑΓΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ : O Έλλην άσσος πιλότος της RAF

Δημοσίευση  ΔΑΙΔΑΛΟΣ Κυρ Μάης 02, 2010 11:06 am

Αντιγράφω από το εξαίσιο αφιέρωμα :
http://imansolas.freeservers.com/Aces/Vass%20monographia.html\

Αποσπάσματα της μονογραφίας «Σμηναγός Βασίλειος Βασιλειάδης DFC, DFM» Εξεδόθη από την Σειρά «Ελληνικά Φτερά» των εκδόσεων «Αμυντική Γραμμή»

Το 1ο κεφάλαιο παρατίθεται σχεδόν ολόκληρο.

ΣΜΗΝΑΓΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΖΩΝΤΑΣ ΚΑΙ ΠΕΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΕ ΞΕΝΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ

Η ζωή και η δράση του Έλληνα άσσου της RAF

(1920-1945)

Αφιερωμένο στον σύντροφο και συμπολεμιστή του Β. Βασιλειάδη, Σμηναγό Pierre Clostermann, και όλους τους πιλότους μαχητικών της RAF και της Luftwaffe που έπεσαν στον πόλεμο –τους ευγενέστερους αντιπάλους εκείνης της σύρραξης.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
-------------

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΝΟΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

ΣΤΗΝ ΓΕΝΝΕΣΗ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ.

ΣΤΗ ΝΗΣΟ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΝΑΥΑΡΧΩΝ

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΑΣΤΡΑ

ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΕΧΘΡΙΚΟ ΕΔΑΦΟΣ

Η ΜΕΓΑΛΗ ΘΥΕΛΛΑ

ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΠΑΛΙ ΣΕ ΓΑΛΛΙΚΟ ΧΩΜΑ

ΜΙΑ ΑΙΦΝΙΔΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΗ ΡΟΥΕΝ

«ΦΤΑΝΟΥΝ ΠΙΑ ΟΙ ΔΟΞΕΣ»

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ

ΕΝΑΣ ΕΥΓΕΝΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ “PLUNDER”

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

ΠΗΓΕΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΝΟΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΣΤΗ ΓΕΝΝΕΣΗ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ


Ο Μιχάλης Βασιλειάδης, ο «κυρ-Μικές», όπως ήταν γνωστός στα μέρη του στη Χίο, ήταν ένας εύπορος πλοιοκτήτης την δεκαετία 1910-20, του οποίου τα συχνά ταξίδια στο εξωτερικό και οι πλούσιες εμπειρίες που αποκόμιζε από αυτά, ήταν περισσότερο από αρκετά για να του χαρίσουν το κύρος και την εκτίμηση της μικρής κοινωνίας του νησιού του, σε μία εποχή που η φτώχεια ήταν ο κανόνας και η γυμνασιακή μόρφωση η εξαίρεση, σε μία Ελλάδα, η οποία εγκατέλειπε την φωτεινή εποχή των Βαλκανικών Πολέμων, για να μπει στο προδομένο όνειρο των Πέντε Ηπείρων και των Επτά Θαλασσών.

Ήταν σε ένα από τα ταξίδια του στη Γαλλία, που ο κυρ-Μικές γνώρισε στην Ρουέν την Αυγουστίνα-Μαντλέν Μπρακε:ϋ (Augustine-Madline Braquehays). Την αγάπησε και την νυμφεύθηκε στις 11 Νοεμβρίου 1918, την ημέρα που όλη η Ευρώπη πανηγύριζε την λήξη του Μεγάλου Πολέμου. Την 1η Νοεμβρίου 1920, ακριβώς δύο χρόνια μετά τον γάμο τους, ο Βασίλειος Βασιλειάδης του Μιχαήλ, ο πρωτότοκος γιός του ζεύγους, αντίκρισε για πρώτη φορά το φως του ήλιου σε εκείνη την πόλη στις όχθες του Σηκουάνα. Η οικογένεια έμεινε εκεί για έξι χρόνια, αρκετά για να χαρίσουν στον μικρό Βασίλη την γνώση κάποιων πρώτων γαλλικών, και κατόπιν αναχώρησαν όλοι μαζί για την μόνιμη πλέον κατοικία τους στα πατρογονικά εδάφη του πατέρα, στη Χίο. Έναν χρόνο αργότερα, στις 31 Αυγούστου 1927, ο Βασίλης απέκτησε κι έναν μικρότερο αδελφό, τον Νίκο, ενώ στις 15 Ιανουαρίου 1932 έκανε την εμφάνισή του και το τελευταίο μέλος της οικογένειας, η Μαρία, η μικρότερη από τα τρία αδέλφια.

Ο Βασίλης θα έδειχνε από μικρός την ευγένεια και την ευαισθησία του χαρακτήρα του. Αν και μεγαλωμένος με κάποιες ανέσεις άγνωστες σε άλλες οικογένειες, η σωστή ανατροφή που έλαβε από τους γονείς του δεν του επέτρεψε ποτέ να γίνει ανάγωγος. Το 1936, σε ηλικία 16 ετών έμαθε ότι η αγαπημένη του θεία, η Ευαγγελία Βασιλειάδη, βρισκόταν στις τελευταίες της ώρες, αργοπεθαίνοντας από φυματίωση, απομονωμένη σε ένα σανατόριο στην Αθήνα. Εκείνος εξέφρασε την επιθυμία να την επισκεφτεί για να την αποχαιρετήσει διακριτικά. Πήρε την άδεια των γονέων του, αλλά και την αυστηρή εντολή τους να μην έρθει σε καμία απολύτως φυσική επαφή μαζί της. Όταν έφθασε στο νοσοκομείο, εκείνη κειτόταν ανήμπορη στο κρεβάτι. Δίπλα της στέκονταν οι δύο μικρές της κόρες, οι εξαδέλφες του Βασίλη, η Μαρία και η Ιωάννα. Η μητέρα απέκρυπτε επί χρόνια από τα παιδιά της την ανίατη ασθένειά της και για αυτό το λόγο απέφευγε πάντοτε, με διακριτικό τρόπο, την οποιαδήποτε επαφή μαζί τους –κάτι το οποίο τα μικρά κορίτσια, εκλάμβαναν σαν έλλειψη τρυφερότητας από μέρους της. Παρόλα αυτά, της συμπαραστέκονταν καρτερικά, πιστεύοντας ότι επρόκειτο απλά για κάποια περαστική ασθένεια. Ο Βασίλης, αρκετά μεγαλύτερος για να γνωρίζει αυτές τις κρυφές λεπτομέρειες, της προσέφερε ένα δώρο, την πλησίασε, έσκυψε, την αγκάλιασε και την φίλησε, χαρίζοντάς της ένα φωτεινό χαμόγελο σαν να βρισκόταν σε γιορτή, λέγοντάς της πως θα του ήταν αδύνατον να μη την επισκεφθεί για να της δώσει λίγη χαρά εκείνες τις στιγμές.

Όταν πλησίαζε ο καιρός να αποφοιτήσει από το 1ο Γυμνάσιο Αρρένων Χίου, ο πατέρας του άρχισε να σχεδίαζει την επαγγελματική του αποκατάσταση. Τελειώνοντας το γυμνάσιο, θα συνέχιζε την ναυτική παράδοση της οικογένειας, σε μία δουλειά έτοιμη, με τρία πλοία του της οικογένειας να αρμενίζουν στις θάλασσες –«Ψαρρά», «Κασσιανή» και “Normandie”. Σύμφωνα λοιπόν με τις επιταγές του, ο Βασίλης θα φοιτούσε για δύο χρόνια στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων της Ύδρας, από όπου θα έπαιρνε τα επαγγελματικά εφόδια για να συνεχίσει τις ναυτιλιακές δραστηριότητες του πατέρα του.



Κανείς σήμερα δεν γνωρίζει πότε και πως ο Βασίλης ανέπτυξε την αγάπη του για τα αεροπλάνα. Το όνειρο της πτήσης πάντως, φαινόταν να είχε σταλάξει μέσα του από καιρό. Ίσως, απλά, να μη το είχε εκφράσει ανοιχτά ή ίσως το κρατούσε μυστικό για να μην απογοητεύσει τον καραβοκύρη πατέρα του. Πάντως, το 1937, όταν αποφοίτησε από το γυμνάσιο και ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για την Ύδρα, αποφάσισε να κάνει ένα αποχαιρετιστήριο δώρο στις δύο μικρές ξαδελφούλες του, τη Μαρία και την Ιωάννα. Ήταν δύο μπαλόνια, ένα κίτρινο και ένα ροζ, σε σχήμα αεροπλάνου! Έδωσε το κίτρινο στη Μαρία και το ροζ στην Ιωάννα, μαζί με την υπόσχεσή του:

«Όταν θα πετάξω με το αεροπλάνο μου θα έρθω να σας πάρω στα φτερά μου να σας σηκώσω στους αιθέρες!».

Κατάπληκτα τα κορίτσια, κατενθουσιάστηκαν από το ξεχωριστό και ασυνήθιστο δώρο του. Τα μπαλόνια έγιναν το αγαπημένο τους παιχνίδι, αλλά όπως ήταν αναπόφευκτο, κάποτε θα έσκαγαν. Το πρώτο που εξαφανίστηκε αστραπιαία με την εκτόνωση ενός δυνατού «Ποπ!», ήταν το κίτρινο, της Μαρίας, που ξέσπασε σε κλάματα. Σαν μικρό παιδί, η Μαρία ποτέ δεν είχε ζηλέψει άλλον, και πολύ λιγότερο την ίδια της την αδελφή. Εκείνη η φορά θα ήταν η μοναδική εξαίρεση. Η Μαρία, κατά βάθος, ζήλεψε την αδελφή της. Όχι επειδή εκείνη είχε ακόμη το δικό της μπαλόνι, αλλά επειδή η ίδια είχε απολέσει «…το δώρο του Βασίλη»…

Φωτογραφία της οικογένειας Βασιλειάδη

Οι γονείς Αυγουστίνα και Μιχάλης και τα παιδιά από αριστερά η αδελφή του Βασίλη Μαρία , το πρώτο μέλος της ομογένειας που ήρθε σε επαφή μαζί μας, ο Βασίλης όρθιος , τότε μαθητής του Ναυτικού Γυμνασίου Ύδρας, και δεξιά ο αδελφός του Νίκος

ΣΤΗ ΝΗΣΟ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΝΑΥΑΡΧΩΝ

(Σεπτέμβριος 1937-Μάϊος 1940)

Τα δύο χρόνια της φοίτησης στη Σχολή της Ύδρας, από τον Σεπτέμβριο του 1937, θα αποδεικνυόταν βαρύ καθήκον για έναν νεαρό με το ήθος και την ευαίσθητη ψυχή του Βασίλη.

«Η πρώτη εντύπωσις ήτο η χειροτέρα όλων», όπως εξομολογείται στο ημερολόγιό του. «Εφανταζόμην την Σχολήν ως κάτι διαφορετικόν, ως τόπον εις τον οποίον θα κυριαρχούσε η ομόνοια, η ισότης, η δικαιοσύνη και κυρίως, η προσωπική ελευθερία. Δυστυχώς όμως, τα αντίθετα συνέβαιναν –η αδικία και ο φθόνος ήτο το σύνθημα και η ενασχόληση όλων. Θα ήτο ψέμα βέβαια, να μην αναφέρω ότι υπήρχαν και αρκετοί μαθηταί, καλά πραγματικώς παιδιά, τους οποίους η τύχη έριξε σε αυτή την Σχολή. Πολλές φορές ήρθα σε τέτοια ψυχική κατάσταση, ώστε θα προτιμούσα να ευρισκόμην κάπου αλλού, παρά σε αυτό το κτίριο. Και αυτό διότι η προηγουμένη μου ζωή ήτο πολύ διαφορετική, πολύ ανέμελος».

Η Ύδρα, η «Νήσος των Βράχων και των Ναυάρχων», όπως την αποκαλούσαν τα παιδιά της Σχολής, παρουσίαζε μία κάποια κίνηση κατά τη θερινή περίοδο, αλλά τον χειμώνα αποτελούσε τόπο εξορίας. Η μοναξιά εκείνων των ημερών, ωστόσο, του έδωσε τη δυνατότητα να ψάξει τον εαυτό του, αφήνοντας την αφοπλιστική του ειλικρίνεια να αποτυπωθεί στο ημερολόγιό του.

«Η ζωή μου δύναται να χαρακτηριστεί και ως τυχοδιωκτική –μερικές πράξεις μου έδωσαν μεγάλες στενοχώριες στον πατέρα μου. Ευτυχώς όμως, όχι μεγάλης σημασίας και διαρκείας. Η ζωή μου ήτο σχετική για την ηλικίαν μου -ήτο πολύ ελεύθερη, τίποτε δε μου έλειπε, εκτός από όρεξη για μελέτη, πράγμα για το οποίον τώρα έχω μετανοήσει πικρά. Όχι διότι έχω ελλείψεις, αλλά για τον πατέρα μου, ο οποίος μόνον αυτό εζητούσε από μένα.

Τον Μάϊο του 1939 έδωσε τις τελικές εξετάσεις του πτυχίου και στις 5 Αυγούστου ξεκίνησε το δεύτερο και τελευταίο εκπαιδευτικό ταξίδι των αποφοίτων. Η χαρά ζωγραφίστηκε πάλι στα πρόσωπα όλων -πολύ δε περισσότερο, όταν έμαθαν ότι αυτή τη φορά ο τελικός προορισμός βρισκόταν έξω από τη Μεσόγειο, στη Νέα Υόρκη! Κατά το δρομολόγιο της επιστροφής, αρχές Σεπτεμβρίου 1939, πλησιάζοντας το Γιβραλτάρ, σημειώνει στο ημερολόγιό του:

«Ευρισκόμεθα ταξιδεύοντες την Μεσόγειον. Πλησιάζωμεν προς το μέσον αυτής, όταν έρχεται η είδηση της κηρύξεως του πολέμου: είναι 3 Σεπτεμβρίου. Το Αγγλικόν τελεσίγραφον εκπνέει στις 11 π.μ. και το Γαλλικόν εις τας 5 μ.μ. Κατά τας 06.00 μμ. ευρισκόμενοι πλησίον της Γαλλικής Τύνιδας, βλέπωμεν ένα Γαλλικό πολεμικό αεροπλάνον. Η πρώτη πολεμική εικόνα της ημέρας».

O ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΑΣΤΡΑ (Αύγουστος 1940-Σεπτέμβριος 1942)

Στο μεταξύ όμως, ο πόλεμος όδευε ταχύτατα προς την Αγγλία και τον Ιούνιο είχε πλέον αγγίξει τις νότιες ακτές της. Η επική Μάχη της Αγγλίας είχε ξεκινήσει, συμπαρασύροντας συναισθηματικά ακόμα και τον ίδιο. Η εικόνα των ελισσόμενων αεροσκαφών με τα λευκά ίχνη των συμπυκνωμένων υδρατμών να σημαδεύουν την πορεία τους στο γαλανό φόντο του ουρανού της Νοτίου Αγγλίας, οι προπαγανδιστικές αφίσες των θρυλικών Spitfire και Hurricane, η φήμη των λίγων Βρετανών πιλότων που αμύνονταν με αυτοθυσία, καθώς και οι τραγικές εικόνες του βομβαρδισμένου Λονδίνου, άγγιξαν αμέσως την περιπετειώδη πτυχή του χαρακτήρα του. Όταν τον Σεπτέμβριο η μάχη άγγιζε την τελευταία της φάση, η φαντασία του θα είχε ήδη αιχμαλωτισθεί. Η είδηση της κήρυξης του Ελληνοϊταλικού πολέμου τον επόμενο μήνα ήλθε να φουντώσει τη φλόγα που έκαιγε μέσα του.

Ακριβώς δύο ημέρες μετά την ιταλική εισβολή, στις 30 Οκτωβρίου, ο Βασίλης είχε πάρει την απόφασή του και υπέβαλε προς το Βρετανικό Υπουργείο Αεροπορίας αίτηση κατάταξης στη RAF:

«Είμαι Έλλην εκ Χίου, σπουδαστής ενταύθα. Εφόσον η Πατρίς μου εισήλθεν εις τον πόλεμον επιθυμώ να υπηρετήσω τας συμμαχικάς δυνάμεις προς υπεράσπισην των συμφερόντων της πατρίδος μου. Προτιμώ και ζητώ να καταταγώ ως αεροπόρος εις το σώμα της Βασιλικής Αεροπορίας».

ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΕΧΘΡΙΚΟ ΕΔΑΦΟΣ

19η Μοίρα RAF

(Ιανουάριος 1943-Αύγουστος 1944)

Οι πιλότοι ξύπνησαν στις 04.00 και ετέθησαν σε ετοιμότητα για την αποστολή: στενή υποστήριξη βομβαρδιστικών B-25, τα οποία θα έπλητταν τον σιδηροδρομικό κόμβο του Saint Omer (Σαιντ Ομέρ). Όλοι ήταν ενθουσιασμένοι και το ηθικό υψηλό, αφού η 19η Μοίρα ανελάμβανε και πάλι επιθετική δραστηριότητα μετά από μία μακρά περίοδο αδράνειας και απογοητεύσεων που είχε προηγηθεί.

Tα 12 Spitfire απογειώθηκαν στις 07.15, συγκροτώντας τον σχηματισμό τους πάνω από το αεροδρόμιο και λίγο αργότερα συναντήθηκαν με τα βομβαρδιστικά. Ο Βασιλειάδης πετούσε ως “Γαλάζιος 2”, με το Spitfire VB “QV-N”, δίπλα στον Σμηναγό Bell (Γαλάζιος 1). Η τετράδα τους πήρε θέση στα αριστερά του σχηματισμού των βομβαρδιστικών, καθώς η Κόκκινη και Κίτρινη τετράδα αναπτύσσονταν δεξιά τους. Ολόκληρος ο σχηματισμός ανέβηκε στα 3.300 m και αφού πέρασαν την γαλλική ακτή, η Κίτρινη τετράδα άλλαξε θέση προστασίας, μετακινούμενη στα νώτα των βομβαρδιστικών. Οι γερμανικές πυροβολαρχίες άνοιξαν πυρ, αλλά ήταν αραιό και άστοχο. Η Luftwaffe δεν φαινόταν πουθενά.

Tα βομβαρδιστικά απελευθέρωσαν το φορτίο τους πάνω από τον στόχο, αλλά οι πιλότοι των Spitfire παρατήρησαν ότι η αστοχία τους ήταν χειρότερη από εκείνη των αντιπάλων τους στο έδαφος, με τις βόμβες να εκρήγνυνται στις κατοικημένες περιοχές που περιέβαλλαν τον στόχο, χωρίς καμία να πέφτει επάνω του. Η αποστολή ολοκληρώθηκε χωρίς κανένα ιδιαίτερο περιστατικό –τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που τα Spitfire εμφανίστηκαν πάνω από το αεροδρόμιο, αρχίζοντας να παίρνουν θέση στη σειρά προσγείωσης.

Τα αεροσκάφη άνοιξαν τον σχηματισμό τους και το Κίτρινο τμήμα ήρθε πρώτο για προσγείωση, καθώς οι άλλες δύο τετράδες διέγραφαν κύκλους γύρω από τη βάση. Ο Βασιλειάδης πετούσε λίγα μέτρα πίσω από τον Bell, ακολουθώντας την κυκλική πορεία του αρχηγού του. Σε μία στιγμή τα αεροσκάφη του Κόκκινου και του Γαλάζιου τμήματος φάνηκαν να μπλέκονται μεταξύ τους. Το Spitfire του Bell συγκρούσθηκε με εκείνο του Μοιράρχου της 19ης, Επισμηναγού Ekins (Ήκινς). Τα αεροσκάφη ξέφυγαν από κάθε έλεγχο και φαίνονταν καταδικασμένα. Ο Ekins πρόλαβε να εγκαταλείψει, πηδώντας από ύψος 600 m, αρκετό για να κερδίσει τα ελάχιστα εκείνα δευτερόλεπτα που τον χώριζαν από τον θάνατο. Η πτώση του κατέληξε σε μερικούς μώλωπες στα πόδια και μερικές βαθιές αμυχές στα χέρια. Ο Bell δεν στάθηκε τόσο τυχερός. Εγκατέλειψε σε ύψος χαμηλότερο εκείνου του συναδέλφου του και το αλεξίπτωτο δεν πρόλαβε να αναπτυχθεί πλήρως, αφήνοντας τον να πέσει στο έδαφος από τα 450 m.

Στο μεταξύ, αρκετές Μοίρες αγγλικών μαχητικών είχαν αρχίσει την αντικατάσταση των Spitfire IX με τα νέα Mustang III. Στις 21 Ιανουαρίου ο Βασιλειάδης πέταξε την πρώτη του “solo” πτήση με το νέο αεροσκάφος. Η εξοικείωση με τα Mustang συνεχίστηκε μέχρι τις 10 Φεβρουαρίου 1944 και πέντε ημέρες αργότερα άρχισαν οι επιχειρησιακές αποστολές.

Οι επιτυχίες του Mustang με την USAAF στον Β΄ΠΠ τείνουν να θέσουν στο περιθώριο την δράση του με την RAF, παρά το γεγονός ότι η δεύτερη ήταν η πρώτη αεροπορική δύναμη η οποία το χρησιμοποίησε πολύ πριν την πρώτη. Η ένταξη των αεροσκαφών στη Βασιλική Αεροπορία ήρθε ακριβώς τη στιγμή που αυτή χρειαζόταν ένα αεροσκάφος με τις επιδόσεις του: ταχύ, ευέλικτο σε χαμηλά ύψη, με μεγάλη αυτονομία, ιδανικό για επιχειρήσεις εγγύς υποστηρίξεως πεζικού. Μετά την παράδοσή τους, η RAF αποφάσισε να προβεί στην τροποποίηση της πρωτότυπης, ανοιγόμενης καλύπτρας, με μία συρόμενη, θολωτή, τύπου “Malcolm”, πανομοιότυπη σχεδόν με εκείνη του Spitfire, η οποία προσέφερε στον πιλότο περισσότερο ελεύθερο χώρο κινήσεων και πολύ καλύτερη ορατότητα. Πολλοί πιλότοι θεώρησαν τον συγκεκριμένο τύπο σαν το καλύτερο όλης της σειράς των Mustang. Ήταν ελαφρύτερο, ταχύτερο και ανταποκρινόταν καλύτερα στους χειρισμούς σε σύγκριση με τον ύστερο τύπο P-51D. Η κυριότερες αδυναμίες του ήταν ο μικρός οπλισμός των τεσσάρων μόνο πολυβόλων των 12,7 mm, καθώς και η ευάλωτη δεξαμενή γλυκόλης, η οποία, όπως και στα Spitfire, αποτελούσε την Αχίλλειο Πτέρνα τους.

Στις 28 Απριλίου ο Βασίλειάδης θα ηγείτο τριών συναδέλφων του σε μία περιπολία πάνω από την περιοχή Tours-Rheims (Τουρ-Ρενς). Οι Επισμηνίες Βασιλειάδης (Λευκό 1, FX995), Warren (Λευκό 3, FB158) και Fellows (Λευκό 4, FZ181), είχαν απογειωθεί στις 15.00 και 40 λεπτά αργότερα, πετώντας πάνω από τις κορφές των δένδρων, ο Βασιλειάδης εντόπισε πρώτος ένα άγνωστο αεροσκάφος στην «Ώρα 2» να πετάει 30 m πάνω από το έδαφος. Οι Warren (Γουώρρεν) και Fellows (Φέλλοουζ) αποσπάσθηκαν για να εξακριβώσουν την ταυτότητά του, πλησιάζοντας τα νώτα του. Ήταν ένα γερμανικό διθέσιο μονοκινητήριο, που τους ήταν άγνωστο. Ο Βασιλειάδης τους πλησίασε, αναγνωρίζοντας το αεροσκάφος ως Arado 96 –ένα ελαφρύ αεροσκάφος το οποίο χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί κυρίως σαν εκπαιδευτικό. Έφερε έναν υποτυπώδη οπλισμό δύο πολυβόλων των 7,9 mm, ανεπαρκή για τις απαιτήσεις μίας αερομαχίας. Ο αντίπαλος πιλότος δεν φαινόταν να έχει αντιληφθεί την παρουσία των βρετανικών μαχητικών στα νώτα του.

Ο Βασιλειάδης άνοιξε πρώτος την επίθεση, ρίχνοντας ριπές από τα 280 m και μειώνοντας σταδιακά την απόσταση στα 180 m. Το Arado ξύπνησε από τον λήθαργό του, αρχίζοντας να ελίσσεται μανιασμένα. Ο Warren πήρε δεύτερος σειρά, ανοίγοντας πυρ από πίσω-αριστερά, παρατηρώντας πλήγματα στην άτρακτο. Το γερμανικό ελίχθηκε και πάλι, διαφεύγοντας από την γραμμή του πυρός. Ακολούθησε ο Fellows με μία μετωπική επίθεση. Πλησίαζοντας με ταχύτητα, έριξε μία μακριά ριπή από τα 300 m. Το Arado «έσπασε» αριστερά, διαφεύγοντας την τελευταία στιγμή.

Ο Βασιλειάδης και ο Warren επιτέθηκαν μαζί –ο πρώτος από αριστερά, ο δεύτερος από τα νώτα. Το γερμανικό ξέφυγε με μία ανοδική στροφή. Ο Warren άνοιξε πάλι πυρ κλονίζοντας το Arado. Στιγμιαία έχασε τη στήριξή του και άρχισε να χαμηλώνει, περνώντας πάνω από μερικά ηλεκτροφόρα καλώδια. Προσπάθησε να ανακτήσει το χαμένο του ύψος σε μία τελευταία, μάταιη απόπειρα, αλλά εκείνη τη στιγμή το Mustang του Βασιλειάδη εμφανίστηκε από πίσω και ψηλότερα. Ο αντίχειράς του πάτησε το κουμπί των πολυβόλων και τα τέσσερα Browning των 12,7 mm ξέσπασαν την οργή τους πάνω στο πιλοτήριο του γερμανικού. Το δεξί σκέλος προσγείωσης αποκολλήθηκε πέφτοντας στο έδαφος σαν μετέωρο φύλλο. Χτύπησε στο έδαφος με την κοιλιά και ο Warren επέστρεψε για τη χαριστική βολή, ανατινάζοντας το ακινητοποιημένο κουφάρι με μία τελευταία ριπή. Ο άτυχος Γερμανός πιλότος ήταν ο Υποσμηνίας Johann Ropper (Γιόχαν Ρόππερ) της Erg.St(Nacht)/SKG10,. Θανάσιμα τραυματισμένος, ο Ρόππερ θα υπέκυπτε αργότερα στα τραύματά του.

Τα Mustang III της 122ης Πτέρυγας είχαν τον πρώτο ρόλο στις αποστολές εγγύς υποστηρίξεως και προσβολής επιγείων στόχων πάνω από την περιοχή του Συμμαχικού προγεφυρώματος στη Νορμανδία. Λόγω της φύσεως των αποστολών βέβαια, οι πιθανότητες εμπλοκής σε αερομαχίες παρέμειναν περιορισμένες. Τα κύρια καθήκοντα ήταν βομβαρδισμοί γεφυρών, φαλαγγών, σιδηροδρομικών δικτύων και αμαξοστοιχιών οι οποίες ανεφοδίαζαν τις γερμανικές δυνάμεις –ένα καθήκον το οποίο αποδείχθηκε δυσκολότερο από ότι έδειχνε.

Κατά τη διάρκεια της εξοικείωσης με τα Mustang, οι Βρετανοί πιλότοι είχαν πολλάκις πειραματιστεί θεωρητικά και πρακτικά με οριζόντιους βομβαρδισμούς χαμηλής διέλευσης, είχαν συγκρουστεί –θεωρητικά, πάντα- με το έδαφος δεκάδες φορές και από τα αποτελέσματα γνώριζαν ότι ποτέ δεν θα είχαν ρίξει τις βόμβες τους σε ακτίνα πλησιέστερη των 100 m σε οποιονδήποτε στόχο μικρότερο από έναν καθεδρικό ναό. Επόμενη επιλογή, ο βομβαρδισμός κάθετης εφόρμησης. Όμως, η κάθετη εφόρμηση με ένα Mustang, το οποίο δεν είχε σχεδιασθεί για κάτι παρόμοιο, ήταν ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο που απαιτούσε δεξιοτεχνία και γερά νεύρα. Η επίσημη ονομασία του Mustang ήταν Ρ-51, όπου το “P” υποδήλωνε την λέξη “Pursuit” (Δίωξη). Μιλώντας από τεχνικής πλευράς, κανείς δεν είχε το δικαίωμα να εξαναγκάσει ένα Mustang σε κάθετη εφόρμηση. Απογοητευτική κατάσταση: οι επιθέσεις χαμηλού ύψους αστοχούσαν και οι κάθετες εφορμήσεις οδηγούσαν στη συντριβή. Τι είχε απομείνει λοιπόν; Ο βομβαρδισμός υπό γωνία.

Μία γωνία βύθισης 45˚ φαινόταν λογική, αλλά στην πράξη απέτυχε κι αυτή: έπρεπε να αρχίσουν τη βύθιση από μεγάλη απόσταση προκειμένου να διατηρούν συνεχώς οπτική επαφή με το στόχο, εκθέτοντας τα αεροσκάφη τους περισσότερο χρόνο στα πυρά των αντιαεροπορικών. Πριν ακόμη πλησιάσουν αρκετά τον στόχο, τον έχαναν από τα μάτια τους, τη στιγμή που εκείνος περνούσε κάτω από τα πόδια τους. Η γωνία των 60˚ αποδείχθηκε η πιο απότομη γωνία στην οποία υπήρχαν αρκετές πιθανότητες επιτυχίας, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τη μοιραία συνάντηση με το έδαφος. Τα αεροσκάφη πλησίαζαν τον στόχο σε κλιμακωτό σχηματισμό, σε ύψος 2.500 m. Συνέχιζαν έτσι, έως ότου το δεξιό ακροπτερύγιό τους έκρυβε τον στόχο. Εκείνη τη στιγμή «έσπαγαν», βυθιζόμενα με γωνία 60˚, διατηρώντας συνεχώς οπτική επαφή με τον στόχο και κρατώντας τον ελάχιστα πάνω από την άκρη του ρύγχους τους. Από ύψος 90-100 m τραβούσαν το στικ, μετρούσαν μέχρι το 3 και απελευθέρωναν τις βόμβες.

Η ευστοχία εξαρτάτο από ένα πλήθος παραγόντων: τον ακριβή υπολογισμό της γωνίας βύθισης, τον διαρκή έλεγχο της ταχύτητας βύθισης με τον δείκτη του υψομέτρου να περιστρέφεται με την ταχύτητα ακτίνας ποδηλάτου, και την οριζοντίωση του αεροσκάφους στα 100 m. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίον αυτοί οι βομβαρδισμοί σπανίως επετύγχαναν. Ας σημειωθεί δε ότι σύμφωνα με μία θεωρία, αν η γωνία βύθισης ήταν έστω και ελάχιστα μεγαλύτερη των 60˚, υπήρχε η ακραία πιθανότητα η βόμβα να χτυπήσει τις λεπίδες της έλικας… Κανείς δεν το γνώριζε με βεβαιότητα, αλλά και κανείς δεν ήθελε να το διαπιστώσει.

Μέσα σε όλα αυτά έπρεπε να συνυπολογισθούν και τα γερμανικά αντιαεροπορικά πυρά. Μέχρι τη στιγμή που το τρίτο κατά σειρά αεροσκάφος του σχηματισμού είχε απελευθερώσει τις βόμβες του, τα αντιαεροπορικά, γνώριζαν επακριβώς τη θέση από την οποία θα ερχόταν το επόμενο και είχαν ήδη στρέψει την προσοχή τους επάνω του. Ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο για κάποιον να είναι τέταρτος, πέμπτος ή έκτος στη σειρά βομβαρδισμού, όταν οι πυροβολητές είχαν εστιάσει τη σκόπευσή τους επάνω του, λίγο πριν απελευθερώσει τις βόμβες του. Δεν ήταν λίγοι οι πιλότοι οι οποίοι είχαν τιναχτεί στον αέρα βυθιζόμενοι εναντίον του στόχου τους, όταν κάποια βολίδα από τον καταιγισμό των γερμανικών τροχιοδεικτικών πετύχαινε μία από τις βόμβες στα φτερά του.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΘΥΕΛΛΑ (19-21 Ιουνίου 1944)

Μέχρι τις 19 Ιουνίου, 30.000 τόνοι ανεκτίμητων εφοδίων είχαν μετακινηθεί από τα λιμάνια της νότιας Αγγλίας προς τους επτά τεχνητούς λιμένες που είχαν κατασκευαστεί στις νορμανδικές ακτές προς ανεφοδιασμό των στρατευμάτων. Ωστόσο, το Συμμαχικό προγεφύρωμα εξακολουθούσε να έχει περιορισμένη έκταση. Ο Στρατηγός Μοντγκόμερυ περίμενε εναγωνίως την άφιξη τριών βρετανικών μεραρχιών, οι οποίες θα τον ενίσχυαν με το επόμενο αποβατικό κύμα για να καταλάβει την Καν και να προελάσει στην ενδοχώρα πριν την άφιξη ισχυρών εχθρικών ενισχύσεων. Η επόμενη αποστολή ενισχύσεων και εφοδίων θα ήταν καθοριστική για την εξέλιξη των μαχών.

Τότε μία απροσδόκητη και αιφνίδια μεταβολή των καιρικών συνθηκών ήρθε να ταράξει τα νερά της Μάγχης και τα σχέδια των Συμμάχων -η Μεγάλη Θύελλα. Μία θερινή θύελλα η οποία θα λυσσομανούσε για τρία ολόκληρα μερόνυχτα, με μία δύναμη που όμοια της δεν είχαν ξαναδεί Αγγλοι ή Γάλλοι για τα τελευταία 80 χρόνια. Ξεκίνησε από τα βορειοδυτικά, χτυπώντας την νότια Αγγλία, το στενό της Μάγχης και της ακτές της Γαλλίας τις πρώτες πρωινές ώρες εκείνης της Δευτέρας, συνεχίζοντας με αμείωτη ένταση για το υπόλοιπο της ημέρας. Δύο μικρά διαλείμματα το πρωί και το μεσημέρι της 20ης Ιουνίου, έδωσαν κάποιες ελπίδες ότι μπορεί να ήταν μία περιστασιακή ιδιοτροπία του καιρού, αλλά το απόγευμα οι ελπίδες διαλύθηκαν μαζί με δύο από τους μεγαλύτερους τεχνητούς λιμένες, όταν η θύελλα, όχι μόνο ανέκτησε την αρχική της δύναμη, αλλά και την ξεπέρασε, συνεχίζοντας με την ίδια ένταση για τις επόμενες 36 ώρες. Ήταν μία θύελλα που θα μπορούσε να συγκριθεί μόνο με εκείνη που είχε καταστρέψει την Ισπανική Αρμάδα το 1588. Ο απόπλους των ενισχύσεων από την Αγγλία ματαιώθηκε και οι στρατιώτες απέμειναν να κοιτούν ανήμποροι τις πρόχειρες εγκαταστάσεις τους να σαρώνονται από τη μανία της φύσης. Όταν πλέον στις 21 Ιουνίου, η καταιγίδα άρχισε να κοπάζει, το θέαμα που παρουσίαζαν οι ακτές, σε όλο το μήκος της Συμμαχικής απόβασης, από το ύψος των 2.500 μ. που τις έβλεπε ο Βασίλης Βασιλειάδης, θύμιζε μία απέραντη αυλή στην οποία ένα κακομαθημένο πλουσιόπαιδο έχει σκορπίσει όλα του τα παιχνίδια, επειδή οι γονείς του δεν του αγόραζαν το αυτοκινητάκι που είχε δει τυχαία σε κάποια βιτρίνα: εκατοντάδες οχήματα, φορτηγά, ελαφρά τεθωρακισμένα, 800 σκάφη, πλοιάρια και φορτηγίδες κάθε είδους, βρίσκονταν ξεβρασμένα, διαλυμένα και σπαρμένα από τη θάλασσα μέχρι την ακτή και το αντίστροφο. Η θύελλα είχε προκαλέσει περισσότερες καταστροφές, από όσες είχαν προκαλέσει μέχρι τότε το γερμανικό πυροβολικό, η αεροπορία και το ναυτικό μαζί, σε 13 ημέρες μαχών.



Με το πέρας της καταστροφικής θεομηνίας, η Συμμαχική δραστηριότητα επανήλθε σε ακόμα εντονότερους ρυθμούς, αφού τώρα έπρεπε να αναπληρωθεί ο χαμένος χρόνος. Το απόγευμα της ίδιας κιόλας ημέρας (21η Ιουνίου) ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις. Η αποστολή της 19ης Μοίρας ήταν ο βομβαρδισμός μίας γέφυρας στην Conches (Κονς), πίσω από τις γερμανικές γραμμές. Τα Mustang απογειώθηκαν στις 18.00, καθένα φορτωμένο με δύο βόμβες των 225 kg κάτω από τα φτερά.

Έφθασαν πάνω από τον στόχο χωρίς να ενοχληθούν από τον εχθρό και κατά την πάγια τακτική σε αποστολές τέτοιου είδους, το Πράσινο Τμήμα του Σμηναγού Lamb («Πράσινος 1»), κάλυπτε τους υπόλοιπους από ύψος 3.300 m τη στιγμή του βομβαρδισμού. Ο Βασιλειάδης, ηγούμενος του Λευκού Τμήματος («Λευκός 1»), βυθίστηκε εναντίον του στόχου και μετά την απόρριψη ανέβηκε αριστερά προς τη μεριά του ήλιου. Φθάνοντας σε ύψος 2.100 m σήκωσε το κεφάλι του και είδε 12-15 Bf-109G ένα χιλιόμετρο ψηλότερα. Ανεβαίνοντας γρήγορα για να καλύψει τη διαφορά, επέλεξε το τελευταίο Messerschmitt του σχηματισμού, όταν είδε τροχιοδεικτικά να περνούν δίπλα του και κοίταξε πίσω του –δύο 109 βρίσκονταν στην ουρά του! Κάλεσε σε βοήθεια από τον ασύρματο και με έναν βίαιο ελιγμό, βυθίστηκε μακριά.

Όταν ο Lamb άκουσε την έκκληση του «Λευκού 1» διέταξε το Τμήμα του να απορρίψει τις βόμβες και να επιτεθεί. Ο Υποσμηναγός Paton (Πάτον) ήταν ο πρώτος από την τετράδα που ρίχτηκε στη μάχη, επιλέγοντας το πλησιέστερο Messerschmitt. Εξαπέλυσε μία σύντομη βολή απόκλισης ¾, βλέποντας τα πυρά του να πλήττουν την άτρακτο και τα φτερά. Πρόλαβε να δει τον πιλότο να εγκαταλείπει με αλεξίπτωτο και συνεχίζοντας τη βύθισή του, είδε δύο 109 να κυνηγούν ένα Mustang, το οποίο κατεδίωκε ένα τρίτο γερμανικό. «Χωρίς να διακόψω τη βύθισή μου, έριξα και στα δύο 109, αναγκάζοντάς τα να απεμπλακούν».

Ο Βασιλειάδης, ανακτώντας το ύψος που είχε χάσει από τον απότομο ελιγμό διαφυγής, οριζοντίωσε και βρήκε ένα μοναχικό Me-109 σε μικρότερο ύψος:

«Το ακολούθησα πετώντας πάνω από το έδαφος και εξαπολύοντας αρκετές ριπές από διάφορες γωνίες. Παρατήρησα μερικά πλήγματα και ο κινητήρας του σταμάτησε. Συνεχίζοντας να ανεμοπτερεί σε ύψος 600 m, προσέκρουσε σε ένα μικρό δάσος και ανατινάχθηκε».



Ο Ιούλιος θα έκλεινε με τον Έλληνα πιλότο να πετάει σε καθημερινή βάση, αποκλειστικά με το “QV-V” FB116, ανεβάζοντας θεαματικά το σκορ του κατά επίγειων στόχων, έως ότου στις 26 Ιουλίου 1944 ήλθε η επιβράβευση των υπηρεσιών του με την απονομή του Μεταλλίου Διακεκριμένων Πτήσεων (DFM). Η απονομή αυτή ήταν η πρώτη διάκριση της 19ης Μοίρας για μία περίοδο άνω των 18 μηνών. Το έγγραφο της απονομής ανέφερε:

Vassiliades Basilios, Michael 1388657 Επισμηνίας, 19η Μοίρα.

102 Έξοδοι, 202 Πτητικές Ώρες.

«Ο ανωτέρω υπαξιωματικός άρχισε επιχειρησιακές πτήσεις από τον Ιούλιο 1943. Από την “Ημέρα D” ηγείται τετράδος και έχει συμπληρώσει αρκετές εξόδους, συμπεριλαμβανομένων και 15 αποστολών συνοδείας μακράς εμβελείας. Σε μία περίσταση δέχθηκε επίθεση από υπεράριθμα εχθρικά αεροσκάφη. Κατέρριψε δύο από αυτά και προκάλεσε ζημιές σε ένα ακόμα στο έδαφος. Μέχρι στιγμής έχει καταστρέψει συνολικά 4 ½ εχθρικά αεροσκάφη και έχει προκαλέσει ζημιές σε δύο. Επίσης έχει επιτεθεί σε πολλαπλούς στόχους εδάφους, όπως φορτηγά, αμαξοστοιχίες και σταθμούς ανεφοδιασμού. Είναι εξαίρετος αρχηγός και έχει επιδείξει επανειλημμένως μεγάλη αποφασιστικότητα και επιθετικό πνεύμα».

ΜΙΑ ΑΙΦΝΙΔΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΗ ΡΟΥΕΝ (11-28 Αυγούστου 1944)

Μέχρι την δεύτερη εβδομάδα του Αυγούστου η γερμανική υποχώρηση από την Γαλλία βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Ο Σηκουάνας ήταν γεμάτος φορτηγίδες οι οποίες μετέφεραν στρατεύματα και οχήματα στην ανατολική όχθη, προκειμένου να σχηματισθεί μία δεύτερη γραμμή άμυνας πίσω από τον ποταμό. Η 19η Μοίρα διατάχθηκε να αποκλείσει την κυκλοφορία του ποταμού, καθυστερώντας την υποχώρηση. Από τις 7 Αυγούστου τα Mustang του Βασιλειάδη και των συναδέλφων του θα πετούσαν δύο αποστολές καθημερινά πάνω από τον Σηκουάνα, οπλισμένα με βόμβες. Οι φορτηγίδες ήταν ένας εύκολος και «ζουμερός» στόχος, αν κάποιος εξαιρούσε τις πυκνές συστοιχίες των τετράδυμων αντιαεροπορικών των 20 mm που βρίσκονταν παρατεταγμένες κατά μήκος της όχθης. Στην πρώτη κιόλας αποστολή (7-8-44) το Mustang FZ116 του Υποσμηναγού Hart πιάστηκε στο δίχτυ των διασταυρούμενων τροχιοδεικτικών και τινάχτηκε στον αέρα, καθώς επέστρεφε για τη δεύτερη επίθεσή του. Ο Χαρτ είχε παρουσιασθεί στη Μοίρα την προηγούμενη ακριβώς ημέρα.

Την επομένη (Τρίτη 8 Αυγούστου) ο Βασιλειάδης, ηγούμενος της Λευκής τετράδος, πήρε μέρος σε δύο εξόδους με το “QV-V” FB116. Στην απογευματινή έξοδο, στις 19.20, ολοκλήρωσαν με επιτυχία τον βομβαρδισμό και ο Επισμηναγός Loud (Λάουντ), επικεφαλής της Μοίρας, ανασυγκρότησε τον σχηματισμό, συνεχίζοντας την περιπολία προς αναζήτηση άλλων πιθανών στόχων στην περιοχή μεταξύ Etampes-Chartres (Ετάμπ-Σαρτρ). Ο Βασιλειάδης εντόπισε ένα φορτηγό χαμηλά αριστερά, το ανέφερε στον ασύρματο και ο Loud του έδωσε την άδεια να επιτεθεί. Συνοδευόμενος από τον Νο 2 του, τον Αυστραλό Υποσμηναγό Glanville (Γκλάνβιλ), βυθίστηκε και πριν ανοίξει πυρ έλεγξε τα νώτα του. Στην «Ώρα 6» του και 400 m πίσω του βρίσκονταν δύο Me-109 να πετούν 60 m πάνω από το έδαφος! Ανέφερε την απειλή και έστριψε 360˚ για να τα αντιμετωπίσει. Το “QV-V” τελείωσε τη στροφή του 400 m πίσω από ένα Messerschmitt, καθώς ο Γκλάνβιλ ανελάμβανε το δεύτερο. Οι δύο πρώτες ριπές του Βασιλειάδη αστόχησαν, αλλά η τρίτη γάζωσε την περιοχή του κόκπιτ, σκοτώνοντας ακαριαία τον πιλότο. Το 109 συνέχισε την πορεία του και με μία ήπια βύθιση προσέκρουσε στο έδαφος, και ανατινάχτηκε.

Μέσα στις επόμενες τρεις ημέρες ο Σηκουάνας έβρυθε πλέον από πλωτά σκάφη κάθε είδους. Οι στόχοι ήταν τόσοι πολλοί ώστε οι πιλότοι αδυνατούσαν να καταμετρήσουν τις επιτυχίες τους σε ατομικό επίπεδο. Ο κινδυνος των αντιαεροπορικών όμως, παρέμενε επίσης αμείωτος και την Παρασκευή 11 Αυγούστου, φαίνεται ότι κάποια γερμανικά βλήματα είχαν γραμμένα το όνομα του Βασίλη επάνω τους.

Η Μοίρα απογειώθηκε στις 11.19 και στη διάρκεια του βομβαρδισμού βυθίστηκαν δύο φορτηγίδες. Ο σχηματισμός ανασυγκροτήθηκε για να επιστρέψει, αλλά εκείνη τη στιγμή ο Βασιλειάδης και ο Νο 2 του βρίσκονταν αποκομμένοι από την υπόλοιπη Μοίρα και αποφάσισαν να επιλέξουν ένα δικό τους δρομολόγιο επιστροφής. Στην πορεία εντόπισε μία ακόμη φορτηγίδα στο ποτάμι και έστρεψε να επιτεθεί. Βυθίστηκε, ευθυγραμμίστηκε με τον στόχο και πίεσε τη σκαναδάλη. Απομακρύνθηκε τραβώντας το στικ για να κερδίσει ύψος και εκείνη τη στιγμή το “QV-V” τραντάχτηκε σύγκορμο, δεχόμενο πολλαπλά πλήγματα.

Η φωνή του Βασιλειάδη ακούστηκε μέσα από τον ασύρματο: «Χτυπήθηκα!».

Το Μustang βρισκόταν ήδη σε χαμηλό ύψος, αφήνοντας πίσω του μαύρο καπνό. Τράβηξε το στικ σε μία απότομη άνοδο, έσβησε τον κινητήρα και εγκατέλειψε από το οριακό ύψος ασφαλείας των 150 m. Οι πυκνές φυλλωσιές ενός δάσους τον γλύτωσαν από μία οδυνηρή κάθοδο. Το φλεγόμενο Μustang διέσχισε μία απόσταση 10-12 χλμ πριν συντριβεί στο μικρό χωριό Harengere (Αρενγκέρ) της ευρύτερης περιοχής.Saint Pierre Elbeuf (Σαιν Πιέρ Ελμπέφ). Προσέκρουσε με το ρύγχος και εξερράγη στο δάσος, κοντά στο αγρόκτημα κάποιου Ντυβάλ. Ο ίδιος ο Βασιλειάδης βρέθηκε κρεμασμένος σε ένα δένδρο από τους ιμάντες του αλεξιπτώτου του. Από πάνω του, ο Νο 2 διέγραψε μερικούς κύκλους για να διαπιστώσει την τύχη του και μετά έφυγε. O Βασιλειάδης γνώριζε καλά ότι η ευρύτερη περιοχή της Ρουέν στην οποία είχε καταπέσει, αποτελούσε την εστία συγκεντρώσεως των υποχωρούντων Γερμανών. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε η περιπέτεια της 15νθήμερης παραμονής του Βασίλη Βασιλειάδη στη Γαλλία, την συνέχεια της οποίας μάς την διηγείται ο ίδιος ο Ζαν Οζέρ, ένα από τα πρόσωπα που θα βρισκόταν σε καθημερινή επαφή μαζί του, για όλο αυτό το διάστημα, ζώντας από κοντά τα επακόλουθα γεγονότα.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ 3Η Μοίρα RAF (Δεκέμβριος 1944-Φεβρουάριος 1945)

Στις 4 Δεκεμβρίου 1944 ο Υποσμηναγός Βασίλειος Βασιλειάδης επιβιβάστηκε σε ένα μεταγωγικό Avro Anson στο αεροδρόμιο του Τάνγκμηρ, το οποίο τον μετέφερε στη νέα του μονάδα, το Volkel (Φόλκελ) της Ολλανδίας, έδρα της 3ης Μοίρας Μαχητικών. Το αεροδρόμιο αυτό, μόλις δύο μήνες πριν ήταν μία από τις κυριότερες βάσεις των Γερμανών. Τώρα ήταν ένα χιονισμένο, λασπωμένο λειβάδι, γεμάτο κατεστραμμένα κτίρια και κρατήρες από τους Συμμαχικούς βομβαρδισμούς, Ότι είχε απομείνει όρθιο το κατέστρεψαν οι Γερμανοί πριν την υποχώρησή τους. Κάποιες πινακίδες με σημάνσεις στα γερμανικά είχαν μείνει ακόμη αναρτημένες σε διάφορα σημεία, για να θυμίζουν την παρουσία των προηγούμενων ιδιοκτητών. Ανέσεις για το προσωπικό δεν υπήρχαν. Η πλειονότητα διέμενε σε σκηνές, στημένες ανάμεσα σε διάσπαρτα βαρέλια καυσίμων και τα σταθμευμένα Τempest και Typhoon των πέντε Μοιρών της 122ης Πτέρυγας Μαχητικών που έδρευαν εκεί. Το ιπτάμενο προσωπικό διέμενε στο μικρό χωριό Ούντεν, 16 χλμ μακρύτερα, όπου ένα από τα δύο σχολικά κτίρια είχε μετατραπεί σε κατάλυμα το οποίο παρείχε κάποιες στοιχειώδεις ανέσεις. Οι πιλότοι ξυπνούσαν στις 04.00, έπαιρναν πρωινό και μετά επιβιβάζονταν σε φορτηγά που τους μετέφεραν στο αεροδρόμιο. Έμπαιναν στην αίθουσα ενημερώσεως και κοιτούσαν τον πίνακα με το πρόγραμμα πτήσεων της ημέρας. Μηχανικοί και προσωπικό εδάφους εργάζονταν πυρετωδώς για να βάλουν μία τάξη στα ερείπια της απόλυτης αταξίας, αλλά και να ανταποκριθούν στις αδιάκοπες επιχειρησιακές απαιτήσεις της μονάδος. Οι κινητήρες των αεροσκαφών έπρεπε να τίθενται σε λειτουργία κάθε τέσσερις ώρες για να επιβιώσουν μέσα στο βασίλειο της παγωνιάς. Μαζί με αυτούς εργάζονταν και ομάδες πολιτών του τοπικού πληθυσμού, συμβάλλοντας κι αυτοί στην επισκευή των υποστέγων, των θαλάμων και των τροχοδρόμων. Αυτό ήταν το καθημερινό πρόγραμμα στο Φόλκελ. Η βάση βρισκόταν σε έναν από τους ζωτικότερους τομείς του μετώπου και για αυτό το έργο που είχε ανατεθεί στις Μοίρες της ήταν ένα από τα δυσκολότερα.



Ο Βασιλειάδης ένιωσε οπωσδήποτε την τεταμένη ατμόσφαιρα, αλλά και την κρισιμότητα της κατάστασης. Την επόμενη κιόλας ημέρα της αφίξεώς του στο Φόλκελ, Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 1944, πέταξε την 128η έξοδο της σταδιοδρομίας του και την πρώτη του με τη νέα του μονάδα, μέσα στο κόκπιτ του Tempest “JF-A” JΝ815. Ήταν μία περιπολία πάνω από την περιοχή Guetersloh-Muenster (Γκύτερσλο-Μύνστερ), ένας τομέας γνώριμος στους παλαιότερους συναδέλφους του, αφού εκεί περιπολούσαν συχνά και μεγάλοι αριθμοί γερμανικών μαχητικών. Εκείνη τη μέρα πάντως, δεν εμφανίστηκε τίποτα, οπότε η περιπολία έληξε σαν μία απλή γνωριμία με την περιοχή των επιχειρήσεων. Η σφοδρή κακοκαιρία που επικράτησε δεν επέτρεψε άλλες εξόδους για τις επόμενες ημέρες. Το μεσημέρι της Κυριακής 17 Δεκεμβρίου, σε μία περιπολία οκτώ αεροσκαφών με επικεφαλής τον Σμηναγό Τήλυ, σημείωσε την πρώτη του επιτυχία, χτυπώντας τρεις αμαξοστοιχίες. Ωστόσο, καθώς πλησίαζαν οι ημέρες των Χριστουγέννων ένιωθε όλο και εντονότερη τη νοσταλγία για τη πατρίδα και την οικογένειά του.



Οι αποστολές συνεχίστηκαν με αμείωτους ρυθμούς μέχρι και την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς, με τον Βασίλη να σημειώνει επιτυχίες κατά αμαξοστοιχιών στις 26 και 31 Δεκεμβρίου. Βαρύθυμος, αλλά και χωρίς άλλη επιλογή, έλαβε κι εκείνος μέρος στον βραδινό εορτασμό της έλευσης του νέου έτους, μαζί με τους υπόλοιπους συναδέλφους του. Η εορταστική περίσταση της ημέρας, καταμεσής ενός πολέμου, δημιουργούσε κάποιες αναπόφευκτες σκέψεις και μία βαθύτερη μελαγχολία: τι να επεφύλασσε άραγε η νέα χρονιά;

Μεγάλο μέρος της Ευρώπης είχε απελευθερωθεί. Οι Γερμανοί είχαν σχεδόν περιοριστεί στα σύνορα της χώρας τους και οι εφημερίδες έλεγαν ότι το Γ΄ Ράϊχ έπνεε τα λοίσθια, όμως αυτό δεν το έβλεπαν οι πιλότοι. Από τα τέλη Σεπτεμβρίου μέχρι τώρα η κατάσταση του μετώπου ήταν στάσιμη. Ο ρυθμός των επιχειρήσεων αυξανόταν διαρκώς, αλλά οι Γερμανοί αμύνονταν σαν λυσσασμένοι και αντεπιτίθεντο συνεχώς. Οι απώλειες στη Μοίρα ήταν περισσότερες από εκείνες στη Νορμανδία…

Κάθε νύχτα Παραμονής όμως, τελειώνει πάντοτε με αισιόδοξες σκέψεις και όνειρα. Ήταν κι αυτό κάτι που έφερνε η περίσταση, έστω κι αν το ξημέρωμα της Πρωτοχρονιάς του 1945 θα τα γκρέμιζε όλα. Η Luftwaffe δεν ήταν εκείνη η πανίσχυρη αεροπορική δύναμη που κάποτε κυριαρχούσε στους ουρανούς τριών ηπείρων, αλλά σίγουρα δεν ήταν και η διαλυμένη, ηττημένη αεροπορία που ισχυριζόταν η Συμμαχική προπαγάνδα. Τη στιγμή που η μάχη των Αρδεννών μαινόταν ακόμα γύρω από την πολιορκημένη Μπαστόν, οι Γερμανοί αιφνιδίασαν τους πάντες εξαπολύοντας μία μαζική αεροπορική επίθεση το πρωί της 1ης Ιανουαρίου 1945: συγκεντρώνοντας τον πρωτοφανή για τις δυνατότητές της αριθμό των 1.000 μαχητικών, η Luftwaffe επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στα Συμμαχικά αεροδρόμια Ολλανδίας, Βελγίου και ανατολικής Γαλλίας. Εκείνη την Πρωτοχρονιά του 1945, ο πόλεμος δεν φαινόταν να κοιμάται, και όπως έδειχναν τα πράγματα, είχε ακόμα να διανύσει πολλά χιλιόμετρα μέχρι το τέλος του, κάθε ένα από αυτά σπαρμένο με χιλιάδες νεκρούς.



Την Τρίτη 23η Ιανουαρίου η Luftwaffe είχε σηκωθεί όλη στον αέρα και έδειχνε τα δόντια της. Οι πέντε Μοίρες του Φόλκελ βρίσκονταν πάντα εκεί, παραπάνω από πρόθυμες να δεχτούν την πρόκληση. Μέχρι τις 09.00 είχαν ήδη εκτελεστεί δεκάδες έξοδοι και όλες είχαν καταλήξει σε συμπλοκές. Στις 09.40 εκτελέστηκε μία ακόμη υπό την ηγεσία του αμερικανικής καταγωγής Σμηναγού David Fairbanks (Ντέϊβιντ Φαίρμπανξ) ο οποίος είχε ήδη εδραιώσει την φήμη του ως ένας από τους άσσους των Tempest. Θα περιπολούσαν στην περιοχή Αννόβερου-Χίλντεσάϊμ-Μύνστερ. Ο Υποσμηναγός Βασιλειάδης θα πετούσε με το “JF-E” EJ660 και το χαρακτηριστικό κλίσης «Γαλάζιος 1». Πίσω του ακολουθούσαν ο Νεοζηλανδός Υποσμηναγός Longley (Λόνγκλεϋ) και ο Σμηναγός Wright (Ράϊτ) με το Tempest “JF-N” EJ654, ως Γαλάζιοι 2 και 3, αντίστοιχα.

Προθέρμανση κινητήρα, έλεγχος οργάνων, έλεγχος πηδαλίων. Οι αντίχειρες σηκώθηκαν και οι τεράστιοι τετράφυλλοι έλικες των Tempest άρχισαν να περιστρέφονται, σκίζοντας τον παγωμένο αέρα. Ο χειμώνας 1944-45 ήταν ένας από τους βαρύτερους που είχαν πλήξε
ΔΑΙΔΑΛΟΣ
ΔΑΙΔΑΛΟΣ

Αριθμός μηνυμάτων : 2845
Ημερομηνία εγγραφής : 28/03/2010
Τόπος : daidalakos@yahoo.com

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή

- Παρόμοια θέματα

 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης